- μελιτοκοκκικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με τον μελιτόκοκκο2. φρ. ιατρ. α) «μελιτοκοκκική αρθρίτιδα» — αρθρίτιδα που προκαλείται από τη βρουκέλλαβ) «μελιτοκοκκική σπονδυλίτιδα» — η προσβολή ενός σπονδύλου από βρουκέλλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.